28 Απριλίου 2010

Τα Τρίκαλα που οι νεότεροι δεν γνωρίσαμε ποτέ..

(Τα Τρίκαλα των παιδικών βιωμάτων..)
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στα Τρίκαλα, την ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου. Εκεί ζούσαμε με την οικογένειά μου μέχρι το 1960, οπότε μετακομίσαμε μόνιμα στην Αθήνα. Πάντα όμως επισκεπτόμασταν τα Τρίκαλα για να βρεθούμε δίπλα σε αγαπημένους συγγενείς και φίλους, ιδιαίτερα στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Παρακολουθούσα έτσι από κοντά τη μετάλλαξη αυτής της πόλης που άλλαζε με γοργούς ρυθμούς μέσα στο διάβα του χρόνου. 



Ηταν μια όμορφη επαρχιακή πόλη εκείνα τα χρόνια, με το χαρακτηριστικό της ποτάμι το Ληθαίο να τη διασχίζει, κόβοντάς τη στη μέση. Πέντε-έξι γέφυρες ένωναν τότε τις δύο αντικριστές περιοχές της, με χαρακτηριστικότερη την κεντρική, μια όμορφη μεταλλική τοξωτή γέφυρα (σήμερα έχει μετατραπεί σε πεζογέφυρα) που βρισκόταν κατά μήκος της οδού Ασκληπιού, η οποία αποτελούσε την κεντροβαρική εμπορική λεωφόρο της πόλης, διασχίζοντάς την απ' άκρο σ' άκρο. Εκεί κάθε βράδυ γινόταν η καθιερωμένη πατροπαράδοτη «βόλτα». Πάνω-κάτω, όλος ο κόσμος περπατούσε, συναντώντας γνωστούς και φίλους, χαιρετώντας ο ένας τον άλλο, σαν να ακολουθούσαν πιστά τις επιταγές μιας αρχέγονης ιεροτελεστίας.

Χτισμένη πάνω στη θεσσαλική πεδιάδα, η πόλη ακολουθούσε την επιπεδότητα του εδάφους με τις μικρές ανεπαίσθητες εξάρσεις, σε συνέχεια των μεγάλων καταπράσινων λιβαδιών του κάμπου. Δεν είχε άλλο ισχυρό τοπόσημο αναφοράς, παρεκτός από το Φρούριο με το χαρακτηριστικό Ρολόι και τον κατάφυτο λόφο του Προφήτη Ηλία στη συνέχειά του. Στο βάθος, ανατολικά, δέσποζε η γνώριμη κορυφογραμμή του Κόζιακα, σαν τεράστιο «τείχος» αδιαπέραστο που όριζε προς εκείνη την πλευρά την οροσειρά της Πίνδου, αφήνοντας ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους μεγαλόπρεπους ορεινούς όγκους, την Πόρτα ή Πύλη που οδηγούσε προς την Τύρνα (σήμερα Ελάτη), το Περτούλι και τα άλλα ορεινά χωριά. Δίπλα καθώς περνούσες, πάνω σχεδόν στο ποτάμι η καταπληκτική βυζαντινή εκκλησία της Πόρτας Παναγιάς, χτισμένη σε δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Κατά τον βοριά, αν ο καιρός το επέτρεπε, αχνοφαίνονταν οι τεράστιοι βράχοι των Μετεώρων που κρέμονταν πάνω από την Καλαμπάκα.

Πάντα με συντροφεύει η ανάμνηση των σπιτιών με τις όμορφες αυλές, οι οποίες το Πάσχα πλημμύριζαν από άσπρες και μοβ πασχαλιές που μοσχοβολούσαν. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε και από μια φροντισμένη αυλή γεμάτη λουλούδια με έντονα χρώματα. Ηταν τότε που οργίαζε η φύση την άνοιξη και το έβλεπες αυτό και το χαιρόσουν μέσα στην πόλη. Ζούσες τις εναλλαγές των εποχών. Και σαν από μακρινό όνειρο, φτάνουν στ' αυτιά μου ήχοι από κάποιο μπαγλαμαδάκι που συντρόφευε ένα μπουζούκι από κάποια παρέα που σιγοτραγουδούσε, σαν να σμίγονταν και να γίνονται ένα, μουσική και ευωδιές. Τα σπίτια απλά, καλοχτισμένα, καμωμένα με τη λαδο-σταχτιά χαρακτηριστική πουρόπετρα της περιοχής, πύκνωναν καθώς προχωρούσες προς την κεντρική περιοχή και τις πλατείες όπου βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια της πόλης. Χτισμένη κατ' ουσίαν πάνω σ' ένα απλό ιπποδάμειο σύστημα, διακοπτόταν μόνο από την πορεία του Ληθαίου που σαν κορδέλα ξεδιπλωνόταν περνώντας ελεύθερα ανάμεσά της, ενώ στις παρυφές της σαν ξέφτια τελείωναν τα οικόπεδα και συνέχιζαν τα εύφορα χωράφια με τις καλλιέργειες, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά σου.

Θυμάμαι την έντονη παρουσία του νερού. Σε κάθε σημείο έβρισκες βρύσες και αρτεσιανά όπου το νερό έτρεχε καθαρό και μπορούσες να πιεις και να δροσιστείς. Το ίδιο και στις αυλές, υπήρχαν σκάφες και γούρνες με τις χαρακτηριστικές τουλούμπες που έπειτα από δυο-τρεις δυνατές χεριές έβγαζαν άφθονο νερό για να πλύνεις ή να ποτίσεις. Σήμερα τα πάντα έχουν στερέψει! Οι γεωτρήσεις πηγαίνουν ολοένα και πιο βαθιά εξαφανίζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα. Από την άλλη, τα φυτοφάρμακα μολύνουν το νερό και το κάνουν ακατάλληλο και επικίνδυνο. Η Θεσσαλία σαν διψασμένος τεράστιος γίγαντας ζητάει επίμονα ολοένα και περισσότερο νερό, σε σημείο που σήμερα να στρέφουμε τη ροή πανάρχαιων ποταμών προς το μέρος της, αλλοιώνοντας το φυσικό περιβάλλον και το οικοσύστημα της περιοχής.

Οπως σχεδόν κάθε επαρχιακή πόλη, έτσι και τα Τρίκαλα άλλαξαν και χτίστηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ακολουθώντας το καταστροφικό παράδειγμα-πρότυπο της Αθήνας. Η αντιπαροχή και εδώ αφάνισε τα παλιά σπίτια ορθώνοντας στη θέση τους ψηλές και άχαρες πολυκατοικίες. Οι δρόμοι «στένεψαν» κι ας μην έχουν μικρύνει σπιθαμή από τότε. Λιγόστεψαν το φως και ο αέρας. Τον ουρανό τον κοιτάς ψηλότερα, ανάμεσα από ακάλυπτους και απολήξεις ακανόνιστων δωμάτων και στενών μπαλκονιών. Για όποιον την επισκέπτεται ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, είναι δύσκολο να την αναγνωρίσει και να προσανατολιστεί! Τα γνώριμα σημεία, τα οικεία, έχουν χαθεί παντοτινά. Μόνο πού και πού έχουν ξεμείνει κάποια παλιά σπίτια που θυμίζουν κάτι, ελάχιστο και αποσπασματικό από την παλιά πόλη. Σαν «νησίδες μνήμης» μέσα στον ιστό της σύγχρονης πολύβουης πόλης.

Μόνο ένα μικρό τμήμα του εμπορικού κέντρου και το Βαρούσι, η παλιά συνοικία κάτω από το Φρούριο, έχουν διατηρηθεί. Τα παλιά εγκαταλελειμμένα σπίτια επισκευάστηκαν και ξανακατοικήθηκαν, ζωντανεύοντας πάλι ολόκληρη την περιοχή. Μικρά σοκάκια και αδιέξοδα μαζί με τις χαρακτηριστικές πετρόχτιστες εκκλησίες σε μεταφέρουν νοερά στο χθες. Χτισμένα πάνω από την αρχαία πόλη, δίπλα από το συγκρότημα που έχει ανασκαφεί και αποδίδεται στο ξακουστό στην αρχαιότητα Ασκληπιείο της Τρίκκης.

Τι να 'ναι άραγε αυτό που χάθηκε και άλλαξαν έτσι δραματικά οι πόλεις μας;

Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και των ορεινών χωριών μαζί με την εσωτερική μετανάστευση ήταν σίγουρα κάποιοι από τους λόγους που οι πόλεις διογκώθηκαν σε τέτοιο βαθμό. Οι ανάγκες άλλαξαν, η ζωή μας το ίδιο. Εχω την εντύπωση όμως πως αυτό που κυρίως χάθηκε και έχει αντίκρισμα στη δομή και την εικόνα της νεοελληνικής πόλης είναι η συλλογικότητα των ανθρώπων. Σήμερα το ιδιωτικό έχει κατακυριεύσει τα πάντα. Πρέπει πάση θυσία να διαφοροποιείται και να ξεχωρίζει. Το ένα σπίτι από το άλλο, η μια πολυκατοικία από τη διπλανή της. Μια συνεχόμενη κτιριακή μάζα, ανομοιόμορφη, ανάκατη, ανήσυχη και επιθετική. Το αστικό περιβάλλον των νεοελληνικών πόλεων είναι ένα παράταιρο κολάζ ανόμοιων μορφών και σχημάτων. Ενας απίστευτος και άναρχος αχταρμάς. Εχει χαθεί το «κοινό και το κύριο»! Κοιτάς και η ματιά σου δεν μπορεί πουθενά να σταθεί, να ηρεμήσει. Δεν μπορείς να περάσεις από το ένα στο άλλο φυσιολογικά. Σαν να πηδάς, να κάνεις άλματα κι ας βρίσκεται το ένα κτίριο κολλητά στο άλλο.

Επισκέφτηκα πρόσφατα τα Τρίκαλα. Καινούργια κτίρια υψώνονται κάθε τόσο στην πόλη. Περνώντας από τους κεντρικούς δρόμους της αγοράς, η ματιά μου έπεσε πάνω στο κτίριο της νομαρχίας που χτίστηκε τέλη της δεκαετίας του '60 στη θέση της παλιάς χαρακτηριστικής αγοράς με το αίθριο και τη βρύση στο κέντρο της, να στέκει άσχημο και παρατημένο στη φθορά του χρόνου και των ανθρώπων που το χρησιμοποιούν, όπως πολλά από τα κτίρια εκείνης της περιόδου. Σαν να τιμωρεί κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν το παρόν, για τα λάθη που κάναμε οι άνθρωποι τότε, εμφορούμενοι από την ανεξέλεγκτη τρέλα και γοητεία του καινούργιου. Ενός καινούργιου όμως που δεν ήταν αντάξιο ή καλύτερο από αυτό που κατεδαφίζαμε δίχως τύψεις. Γιατί μας συνεπαίρνει η μέθη τού «εδώ και τώρα», του άμεσου, γρήγορου και εφήμερου και όχι η θεώρηση τού «Τώρα» ως αέναης και συνταρακτικής συνάντησης του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αυτό όμως που δεν είναι ριζωμένο βαθιά μέσα στο χθες, θα μοιάζει έπειτα από χρόνια έωλο, αποκομμένο και αφυδατωμένο. Νεκρό κύτταρο στον ζωντανό οργανισμό της πόλης που συνεχίζει να ζει και να αναπτύσσεται.

Αναζητώ το νέο που έρχεται να γκρεμίσει συθέμελα το θνησιγενές παλιό, φέρνοντας όμως μέσα του ολόκληρη τη σοφία και τη γνώση των περασμένων. Εκεί ακριβώς, στα θαμμένα κάτω από το χώμα σταθερά θεμέλια, βρίσκεται η κρυφή δύναμη που ορθώνει και στηρίζει το πραγματικά νεωτερικό οικοδόμημα. Να γιατί έχουμε μεγάλη ευθύνη, όχι μόνον απέναντι στα παιδιά μας, αλλά και στις γενιές που έρχονται για το περιβάλλον και τα κτίρια που τους κληροδοτούμε. Εκεί εντοπίζεται η πιο βαθιά, η πιο καίρια ευθύνη της αρχιτεκτονικής! Οχι στη μορφή και στο ένδυμα, αλλά κυρίως σ' αυτό που περιέχεται εντός της και αποτελεί -ολόκληρο- το σώμα της.

Καθηγ. Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

O καιρός στα Τρίκαλα...